- ἐσθιομένη
- ἐσθίωeatpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσθιομένη — η 1. ψευδονεοπλασματική φλεγμονώδης εξεργασία 2. φρ. «εσθιομένη τού αιδοίου» πάθηση τού γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο < αγγλ. esthiomene < νεολατιν. esthiomenus < εσθιόμενος (μτχ. μεσ. και παθ. ενεστ. τού εσθίω*)] … Dictionary of Greek
ἐσθιομένῃ — ἐσθίω eat pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)